Ἀμφινόμη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφινόμη — (amphinome). Γένος δακτυλιοσκωλήκων της οικογένειας των αμφινομιδών. Ζουν μέσα στη θάλασσα και κινούνται ελεύθερα, κολυμπώντας ή έρποντας. Έχουν σώμα μακρουλό, κόκκινου χρώματος, που καταλήγει σε μικρό κεφάλι με δύο κεραίες. Υπάρχουν τρίχες στο… … Dictionary of Greek
ἀμφινόμη — ἀμφί νομέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀμφί νομέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφινόμην — Ἀμφινόμη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amphinome — AMPHINŎME, es, Gr. Ἀμφινόμη, ης, des Nereus und der Doris Tochter, eine von den bekannten Meernymphen, Homer. ll. C. vi 44. & Hygin. Præf. p. 6. die den Namen von ἀμφὶ, umher, und νέμω, ich weide, führet. Gyrald. Syntagm. V. pag 180 … Gründliches mythologisches Lexikon
Αίσων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος και νόμιμος διάδοχος του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και της Τυρούς. Ο αδελφός του Πελίας, παρότι η Τυρώ ισχυριζόταν πως τον είχε αποκτήσει –όπως και τον Νηλέα– από τον Ποσειδώνα, κατέλαβε τον θρόνο μετά τον θάνατο του… … Dictionary of Greek